μοιροκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιροκρατία | οι | μοιροκρατίες |
γενική | της | μοιροκρατίας | των | μοιροκρατιών |
αιτιατική | τη | μοιροκρατία | τις | μοιροκρατίες |
κλητική | μοιροκρατία | μοιροκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ɾo.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοιροκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιροκρατία
→ δείτε τη λέξη μοιρολατρία |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)