μοιρολογίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιρολογίστρα | οι | μοιρολογίστρες |
γενική | της | μοιρολογίστρας | — | |
αιτιατική | τη | μοιρολογίστρα | τις | μοιρολογίστρες |
κλητική | μοιρολογίστρα | μοιρολογίστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιρολογίστρα < μεσαιωνική ελληνική μοιρολογίστρα / μοιρολοήτρα / μοιρολογήτρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοιρολογίστρα θηλυκό
- γυναίκα που ξέρει μοιρολόια και μοιρολογεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιρολογίστρα
|