μοιρολόγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοιρολόγι | τα | μοιρολόγια |
γενική | του | μοιρολογιού | των | μοιρολογιών |
αιτιατική | το | μοιρολόγι | τα | μοιρολόγια |
κλητική | μοιρολόγι | μοιρολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιρολόγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιρολόγι με κατάληξη -λόγι. Δείτε και μοιρολόι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ɾoˈlo.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρο‐λό‐γι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοιρολόγι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μοιρολόι
- «Το μοιρολόγι της φώκιας» είναι τίτλος διηγήματος του Παπαδιαμάντη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιρολόγι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)