Μετάβαση στο περιεχόμενο

μοιχαλίς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μοιχαλίς αἱ μοιχαλίδες
      γενική τῆς μοιχαλίδος τῶν μοιχαλίδων
      δοτική τῇ μοιχαλίδ ταῖς μοιχαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μοιχαλίδ τὰς μοιχαλίδᾰς
     κλητική ! μοιχαλίς* μοιχαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοιχαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  μοιχαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοιχαλίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μοιχ(ός) + -αλίς [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοιχαλίς θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. s.v. μοιχός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.