μοιχός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυχός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοιχός οι μοιχοί
      γενική του μοιχού των μοιχών
    αιτιατική τον μοιχό τους μοιχούς
     κλητική μοιχέ μοιχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοιχός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοιχός αρσενικό (θηλυκό μοιχαλίδα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιχός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοιχός αρσενικό

  1. μοιχός
  2. παράνομος εραστής
  3. διαφθορέας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]