μολδοβλαχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολδοβλαχικός < Μολδοβλαχία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μολδοβλαχικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Μολδοβλαχία, που ανήκει ή αναφέρεται σ'αυτήν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολδοβλαχικός
|