μολογάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολογάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολογ(ῶ) + -άω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁμολογῶ (εξομολογούμαι αμαρτίες) < αρχαία σημασία: συμφωνώ.[1] (ετυμολογικό ζευγάρι με το ομολογώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.loˈɣa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λο‐γά‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
μολογάω, αόρ.: μολόγησα, παθ.φωνή: μολογιέμαι, π.αόρ.: μολογήθηκα, μτχ.π.π.: μολογημένος )σπάνιο: μολογώ) και οι παθητικοί τύποι[2]
- (λαϊκό) διηγούμαι, λέω κάτι
- ↪ βρε τι τραβάμε, και δεν το μολογάμε...
- (λαϊκότροπο) ομολογώ
Παροιμίες[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μολογώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)