μολυβδίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολυβδίαση οι μολυβδιάσεις
      γενική της μολυβδίασης* των μολυβδιάσεων
    αιτιατική τη μολυβδίαση τις μολυβδιάσεις
     κλητική μολυβδίαση μολυβδιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μολυβδιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβδίαση < μόλυβδος + -ίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lead poisoning / plumbism[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.liˈvði.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐λυ‐βδί‐α‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολυβδίαση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]