μολυβδίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μολυβδίαση | οι | μολυβδιάσεις |
γενική | της | μολυβδίασης* | των | μολυβδιάσεων |
αιτιατική | τη | μολυβδίαση | τις | μολυβδιάσεις |
κλητική | μολυβδίαση | μολυβδιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μολυβδιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολυβδίαση < μόλυβδος + -ίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lead poisoning / plumbism[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.liˈvði.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λυ‐βδί‐α‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μολυβδίαση θηλυκό
- (ιατρική) τοξική δηλητηρίαση κάποιου (τυπογράφου κ.ά.) που για χρόνια έρχεται σε επαφή με αντικείμενα από μόλυβδο ή ενώσεις του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Lead poisoning στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολυβδίαση
- ↑ μολυβδίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίαση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)