μολυβιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μολύβια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολυβιά οι μολυβιές
      γενική της μολυβιάς των μολυβιών
    αιτιατική τη μολυβιά τις μολυβιές
     κλητική μολυβιά μολυβιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβιά < μολύβι + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.liˈvʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐λυ‐βιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολυβιά θηλυκό

  • γραμμή που έχει γραφεί από μολύβι
    μια μολυβιά μέσα στης μοίρας το τετράδιο / είναι η ζωή του καθενός (στίχοι του Σπυρόπουλου Ανδρέα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μολυβιά