μολυβώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολυβώνω < μεσαιωνική ελληνική μολυβώνω[1] μολύβι + -ώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
μολυβώνω
- γράφω με μολύβι (χαράσσω γραμμές, μουντζουρώνω κ.λπ.)
- (ειδικότερα) καλύπτω, επενδύω ή σφραγίζω με μόλυβδο
- άλλες μορφές: μολυβδώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μολυβώνω | μολύβωνα | θα μολυβώνω | να μολυβώνω | μολυβώνοντας | |
β' ενικ. | μολυβώνεις | μολύβωνες | θα μολυβώνεις | να μολυβώνεις | μολύβωνε | |
γ' ενικ. | μολυβώνει | μολύβωνε | θα μολυβώνει | να μολυβώνει | ||
α' πληθ. | μολυβώνουμε | μολυβώναμε | θα μολυβώνουμε | να μολυβώνουμε | ||
β' πληθ. | μολυβώνετε | μολυβώνατε | θα μολυβώνετε | να μολυβώνετε | μολυβώνετε | |
γ' πληθ. | μολυβώνουν(ε) | μολύβωναν μολυβώναν(ε) |
θα μολυβώνουν(ε) | να μολυβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μολύβωσα | θα μολυβώσω | να μολυβώσω | μολυβώσει | ||
β' ενικ. | μολύβωσες | θα μολυβώσεις | να μολυβώσεις | μολύβωσε | ||
γ' ενικ. | μολύβωσε | θα μολυβώσει | να μολυβώσει | |||
α' πληθ. | μολυβώσαμε | θα μολυβώσουμε | να μολυβώσουμε | |||
β' πληθ. | μολυβώσατε | θα μολυβώσετε | να μολυβώσετε | μολυβώστε | ||
γ' πληθ. | μολύβωσαν μολυβώσαν(ε) |
θα μολυβώσουν(ε) | να μολυβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μολυβώσει | είχα μολυβώσει | θα έχω μολυβώσει | να έχω μολυβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μολυβώσει | είχες μολυβώσει | θα έχεις μολυβώσει | να έχεις μολυβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μολυβώσει | είχε μολυβώσει | θα έχει μολυβώσει | να έχει μολυβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μολυβώσει | είχαμε μολυβώσει | θα έχουμε μολυβώσει | να έχουμε μολυβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μολυβώσει | είχατε μολυβώσει | θα έχετε μολυβώσει | να έχετε μολυβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μολυβώσει | είχαν μολυβώσει | θα έχουν μολυβώσει | να έχουν μολυβώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολυβώνω
|
- ↑ μολυβώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].