μολύβδωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μολύβδωσῐς αἱ μολυβδώσεις
      γενική τῆς μολυβδώσεως τῶν μολυβδώσεων
      δοτική τῇ μολυβδώσει ταῖς μολυβδώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μολύβδωσῐν τὰς μολυβδώσεις
     κλητική ! μολύβδωσῐ μολυβδώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μολυβδώσει
γεν-δοτ τοῖν  μολυβδωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολύβδωσις < μολυβδῶ (κλίση -όω) + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική μόλυβδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολύβδωσις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]