μομέντουμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μομέντουμ < αγγλική momentum < λατινική momentum < *movimentum < moveo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μομέντουμ ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός, λόγιο) η κατάλληλη στιγμή, η κατάλληλη ευκαιρία
    Οι οικονομολόγοι της υγείας, μάλιστα αναμένουν ότι, αν βελτιωθεί άμεσα ο χρόνος που απαιτείται για την έγκριση διεξαγωγής κλινικών μελετών, τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία θα υπερδιπλασιαστούν. Και προειδοποιούν ότι η χώρα κινδυνεύει να χάσει το μομέντουμ. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]