μονάδα μέτρησης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονάδα μέτρησης οι μονάδες μέτρησης
      γενική της μονάδας μέτρησης των μονάδων μέτρησης
    αιτιατική τη μονάδα μέτρησης τις μονάδες μέτρησης
     κλητική μονάδα μέτρησης μονάδες μέτρησης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονάδα μέτρησης < → δείτε τις λέξεις μονάδα και μέτρηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈna.ða ˈme.tɾi.sis/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

μονάδα μέτρησης θηλυκό

  • (μονάδες μέτρησης) κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που έχει καθοριστεί συμβατικά για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων
    μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

επίσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]