μονάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονάζω < αρχαία ελληνική μονάζω < μόνος+ κατάληξη -άζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μονάζω

  1. ζω μόνος
  2. (θρησκεία) ζω ως μοναχός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]