μονάζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονάζων η μονάζουσα το μονάζον
      γενική του μονάζοντος της μονάζουσας
μοναζούσης*
του μονάζοντος
    αιτιατική τον μονάζοντα τη μονάζουσα το μονάζον
     κλητική μονάζων μονάζουσα μονάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονάζοντες οι μονάζουσες τα μονάζοντα
      γενική των μοναζόντων των μοναζουσών των μοναζόντων
    αιτιατική τους μονάζοντες τις μονάζουσες τα μονάζοντα
     κλητική μονάζοντες μονάζουσες μονάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονάζων < ελληνιστική κοινή μονάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μονάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

μονάζων, -ουσα, -ον

  1. που ζει μόνος
  2. (θρησκεία) που ζει ως μοναχός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]