μοναδιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοναδιαίος η μοναδιαία το μοναδιαίο
      γενική του μοναδιαίου της μοναδιαίας του μοναδιαίου
    αιτιατική τον μοναδιαίο τη μοναδιαία το μοναδιαίο
     κλητική μοναδιαίε μοναδιαία μοναδιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοναδιαίοι οι μοναδιαίες τα μοναδιαία
      γενική των μοναδιαίων των μοναδιαίων των μοναδιαίων
    αιτιατική τους μοναδιαίους τις μοναδιαίες τα μοναδιαία
     κλητική μοναδιαίοι μοναδιαίες μοναδιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοναδιαίος < μονάδα + -ιαίος

Επίθετο[επεξεργασία]

μοναδιαίος

  1. ανά μονάδα
    μετά την εφαρμογή των καινούργιων μέτρων, θα μειωθεί ουσιωδώς το μοναδιαίο κόστος παραγωγής
  2. (μαθηματικά) που σχετίζεται με τη μονάδα, με την τιμή ένα
    ο μοναδιαίος κύκλος αποτελείται από τα σημεία (x,y) με x^2 + y^2 = 1

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]