μοναξιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοναξιά | οι | μοναξιές |
γενική | της | μοναξιάς | των | μοναξιών |
αιτιατική | τη | μοναξιά | τις | μοναξιές |
κλητική | μοναξιά | μοναξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοναξιά < ελληνιστική κοινή μοναξία < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοναξιά θηλυκό
- η κατάσταση αυτού που ζει μόνος, που δεν έχει επαφή με άλλους ανθρώπους
- το συναίσθημα που νιώθει αυτός που ζει μόνος
- η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους
- ερημικός τόπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η κατάσταση αυτού που ζει μόνος
|
το συναίσθημα
ερημικός τόπος
→ δείτε τη λέξη ερημιά |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)