μοναξιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναξιά οι μοναξιές
      γενική της μοναξιάς των μοναξιών
    αιτιατική τη μοναξιά τις μοναξιές
     κλητική μοναξιά μοναξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοναξιά < ελληνιστική κοινή μοναξία < αρχαία ελληνική μόνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοναξιά θηλυκό

  1. η κατάσταση αυτού που ζει μόνος, που δεν έχει επαφή με άλλους ανθρώπους
  2. το συναίσθημα που νιώθει αυτός που ζει μόνος
  3. η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους
  4. ερημικός τόπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]