μοναστήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοναστήρι τα μοναστήρια
      γενική του μοναστηριού των μοναστηριών
    αιτιατική το μοναστήρι τα μοναστήρια
     κλητική μοναστήρι μοναστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μοναστήρι στη Λακωνία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοναστήρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοναστήρι < ελληνιστική κοινή μοναστήριον < μοναστήριος[1] < μονάζω < αρχαία ελληνική μόνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.nasˈti.ɾi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοναστήρι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]