μοναχοκόρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναχοκόρη οι μοναχοκόρες
      γενική της μοναχοκόρης
    αιτιατική τη μοναχοκόρη τις μοναχοκόρες
     κλητική μοναχοκόρη μοναχοκόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοναχοκόρη < μοναχός (μόνος) + κόρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοναχοκόρη θηλυκό

  • η μοναδική κόρη μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν αρσενικά παιδιά είτε όχι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]