μονιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονοιάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονιάζω < μονιά + -ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μονιάζω

  1. (παρα)μένω στη φωλιά
  2. (κατ’ επέκταση) παραμονεύω
  3. (κατ’ επέκταση) κατοικώ, μένω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]