μονιάσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μονιάσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονιάζω
  2. θα μονιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονιάζω