μονιμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονιμάς οι μονιμάδες
      γενική του μονιμά των μονιμάδων
    αιτιατική τον μονιμά τους μονιμάδες
     κλητική μονιμά μονιμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονιμάς < μόνιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονιμάς αρσενικό

  1. (στρατιωτική αργκό) μόνιμος υπαξιωματικός ή, σπανιότερα, αξιωματικός, πολλές φορές και ειρωνικά
    ※  Κυριολεκτικά αναστάτωσε τους Αμερικάνους φαντάρους, που δεν ήταν παιδάκια, όπως στην ταινία, αλλά μονιμάδες, τριαντάρηδες, αγριόφατσες (Λάκης Παπαστάθης, Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία, εκδόσεις Πατάκη, 2006)
  2. γενικότερα μόνιμος σε κάποια εργασία
    ※  Και βέβαια , όλα αυτά μέσα στον ακατασίγαστο σάλαγο των ΜΜΕ, των μονιμάδων της τηλεόρασης, της σεναριολογίας, της «ονοματολογίας», όπου «ζωγραφίζονται» πρόσωπα, σπιλώνονται υπολήψεις ενώ τα αυτόκλητα λαγωνικά ανιχνεύουν ... (Ο Πολίτης, τεύχη 102-106, σελ. 14)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]