μονοαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοαμίνη < μονο- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική monoamine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοαμίνη θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται μία αμινομάδa
- (ιατρική): οργανική ουσία που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοαμίνη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)