μονοβόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοβόλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοβόλο ουδέτερο
- μονής θαλάμης όπλο ή παιχνίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοβόλο
|