μονογραφεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μονογραφεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μονογράφομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονογράφομαι
- θα μονογραφεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονογράφομαι