μονοδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοδρομικός < μονόδρομος + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοδρομικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με μονόδρομο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μονόδρομος, μονός και δρόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοδρομικός
|