μονοδρόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονοδρόμηση | οι | μονοδρομήσεις |
γενική | της | μονοδρόμησης | των | μονοδρομήσεων |
αιτιατική | τη | μονοδρόμηση | τις | μονοδρομήσεις |
κλητική | μονοδρόμηση | μονοδρομήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοδρόμηση (νεολογισμός) < (μονοδρομώ) μονοδρομη- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική one-way
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοδρόμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μονοδρομώ
- ↪ γίνεται μονοδρόμηση στο δρόμο του σπιτιού μου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοδρόμηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)