μονοθελητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοθελητισμός < μεσαιωνικά ελληνικά μονοθελήτ(ης) + -ισμός[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothélisme (μαρτυρείται από το 1865)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.no.θe.li.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐θε‐λη‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονοθελητισμός αρσενικό
- (θρησκεία) αίρεση του χριστιανισμού κατά την οποία ο Χριστός αν και είχε δύο φύσεις (ανθρώπινη και θεϊκή) είχε μόνο θεϊκή θέληση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοθελητισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μονοθελητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)