μονοθεϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοθεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothéisme < αρχαία ελληνική μόνος + θεός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοθεϊσμός αρσενικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- μονοθεϊστής
- μονοθεϊστικός
- μονοθεΐστρια
- → δείτε τις λέξεις μόνος και θεός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοθεϊσμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)