μονοκέρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοκέρατος, -η, -ο
- που έχει ένα μόνο κέρατο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοκέρατος
|