μονοκινητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκινητήριος η μονοκινητήρια το μονοκινητήριο
      γενική του μονοκινητήριου της μονοκινητήριας του μονοκινητήριου
    αιτιατική τον μονοκινητήριο τη μονοκινητήρια το μονοκινητήριο
     κλητική μονοκινητήριε μονοκινητήρια μονοκινητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκινητήριοι οι μονοκινητήριες τα μονοκινητήρια
      γενική των μονοκινητήριων των μονοκινητήριων των μονοκινητήριων
    αιτιατική τους μονοκινητήριους τις μονοκινητήριες τα μονοκινητήρια
     κλητική μονοκινητήριοι μονοκινητήριες μονοκινητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκινητήριος < μόνο- + κινητήρας

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοκινητήριος, -α, -ο

  1. (μηχανολογία): αυτός που φέρει ή λειτουργεί με ένα κινητήρα
    "μονοκινητήριο αεροσκάφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]