μονοκομματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκομματικός η μονοκομματική το μονοκομματικό
      γενική του μονοκομματικού της μονοκομματικής του μονοκομματικού
    αιτιατική τον μονοκομματικό τη μονοκομματική το μονοκομματικό
     κλητική μονοκομματικέ μονοκομματική μονοκομματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκομματικοί οι μονοκομματικές τα μονοκομματικά
      γενική των μονοκομματικών των μονοκομματικών των μονοκομματικών
    αιτιατική τους μονοκομματικούς τις μονοκομματικές τα μονοκομματικά
     κλητική μονοκομματικοί μονοκομματικές μονοκομματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκομματικός < μονο- + κόμμα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοκομματικός -ή -ό

  1. που επιτρέπει τη λειτουργία ενός μόνο κόμματος
  2. : μονοκομματικό κράτος
  3. που αποτελείται από ένα μόνο κόμμα
    μονοκομματική κυβέρνηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]