μονοκομματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοκομματικός -ή -ό
- που επιτρέπει τη λειτουργία ενός μόνο κόμματος
- ↪: μονοκομματικό κράτος
- που αποτελείται από ένα μόνο κόμμα
- ↪ μονοκομματική κυβέρνηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοκομματικός
|