μονοκύλινδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκύλινδρος η μονοκύλινδρη το μονοκύλινδρο
      γενική του μονοκύλινδρου της μονοκύλινδρης του μονοκύλινδρου
    αιτιατική τον μονοκύλινδρο τη μονοκύλινδρη το μονοκύλινδρο
     κλητική μονοκύλινδρε μονοκύλινδρη μονοκύλινδρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκύλινδροι οι μονοκύλινδρες τα μονοκύλινδρα
      γενική των μονοκύλινδρων των μονοκύλινδρων των μονοκύλινδρων
    αιτιατική τους μονοκύλινδρους τις μονοκύλινδρες τα μονοκύλινδρα
     κλητική μονοκύλινδροι μονοκύλινδρες μονοκύλινδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκύλινδρος < μόνος + κύλινδρος

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοκύλινδρος, -ος/-η, -ο

  1. που φέρει ένα κύλινδρο
  2. που συγκροτείται από ένα κύλινδρο
* μονοκύλινδρος μηχανή

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]