μονολατρεία
Εμφάνιση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονολατρεία < μόν(ος) + -ο- + -λατρεία (λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monolatrie) (όρος του 19ου αιώνα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονολατρεία θηλυκό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) η λατρεία ενός θεού, ταυτόχρονα με την πίστη στην ύπαρξη πολλών θεοτήτων
- ※ Επίσης δεν είναι δυνατόν να γίνη δεκτό , ότι ο θεϊσμός προήλθε από τη μονολατρεία, γιατί το κύριο γνώρισμα του θεϊσμού δεν είναι ο ένας θεός, αλλά και ένας προσωπικός θεός (Ιωάννης Νικολάλου Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμος 4, σελ. 109, 1975)
- → δείτε τη λέξη ενοθεϊσμός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονολατρεία
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λατρεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)