μονολατρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονολατρισμός οι μονολατρισμοί
      γενική του μονολατρισμού των μονολατρισμών
    αιτιατική τον μονολατρισμό τους μονολατρισμούς
     κλητική μονολατρισμέ μονολατρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονολατρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monolatrismus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονολατρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]