μονολεκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονολεκτικά < μονολεκτικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.no.le.ktiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐λε‐κτι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]μονολεκτικά και
- με μονολεκτικό τρόπο, με μία λέξη
- ⮡ Απαντάει μονολεκτικά, δε δίνει περισσότερες πληροφορίες.
- άλλες μορφές: μονολεκτικώς (λόγιο), μονολεχτικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μονολεκτικός (και μονολεχτικός)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονολεκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μονολεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (μονολεκτικό) του μονολεκτικός
Πηγές
[επεξεργασία]- μονολεκτικός, μονολεκτικά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας