μονολεκτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονολεκτικά < μονολεκτικ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.no.le.ktiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐λε‐κτι‐κά

Επίρρημα[επεξεργασία]

μονολεκτικά και

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μονολεκτικά

Πηγές[επεξεργασία]