μονολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονολογώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monologuer < monologue < αρχαία ελληνική μόνος + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

μονολογώ

  • μιλάω στον εαυτό μου, χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]