μονομάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονομάχος οι μονομάχοι
      γενική του μονομάχου των μονομάχων
    αιτιατική τον μονομάχο τους μονομάχους
     κλητική μονομάχε μονομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονομάχος < μόνος + -μαχος (< μάχομαι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.noˈma.xos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονομάχος αρσενικό

  1. που συμμετέχει με μονομαχία
  2. ο δούλος ή ο επαγγελματίας μαχητής στη αρχαία Ρώμη, ο οποίος μαχόταν, συχνά μέχρι θανάτου, με κάποιον αντίπαλο για την τέρψη των θεατών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]