μονοπλάνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπλάνο τα μονοπλάνα
      γενική του μονοπλάνου των μονοπλάνων
    αιτιατική το μονοπλάνο τα μονοπλάνα
     κλητική μονοπλάνο μονοπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μονοπλάνο Supermarine Spitfire

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monoplan[1] < αρχαία ελληνική μόνος + πλέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοπλάνο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]