μονοπλεύρως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπλεύρως < μονόπλευρ(ος)- + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

μονοπλεύρως

Πηγές[επεξεργασία]