μονοπολιτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
μονοπολιτισμός < μονο- + πολιτισμός
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοπολιτισμός (el) αρσενικό
- η απαλοιφή της πολυπολιτισμικότητας