μονοπωλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπωλώ < ελληνιστική κοινή μονοπωλέω / μονοπωλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

μονοπωλώ

  1. (οικονομία) παράγω και πουλώ κάτι κατ’ αποκλειστικότητα
  2. ασκώ αποκλειστικά κάποια δραστηριότητα
    Η προσωπικότητά του μονοπώλησε τον επαγγελματικό του χώρο επί πολλά χρόνια, έως τον θάνατό του.
  3. διεκδικώ το προνόμιο να είμαι ο μόνος που γνωρίζει, κατέχει κάτι, που ενδιαφέρει κάποιον
    Μονοπωλούσε τη συζήτηση και δεν μπορούσε να μιλήσει κανένας άλλος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]