μονοσακχαρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοσακχαρίτης < μονο- + σακχαρίτης.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοσακχαρίτης αρσενικό, μονοσακχαρίτες πληθυντικός
- Οι μονοσακχαρίτες είναι χημικές ενώσεις που δεν μπορούν να διασπαστούν σε άλλες απλούστερες ενώσεις, οι οποίες να ανήκουν στην κατηγορία των σακχάρων. Είναι σώματα κρυσταλλικά, άχρωμα και διαλυτά στο νερό. Παρουσιάζουν αναγωγικές ιδιότητες.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σάκχαρο
- υδατάνθρακας
- ολιγοσακχαρίτης
- πολυσακχαρίτης
- σακχαροειδής πολυσακχαρίτης
- μη σακχαροειδής πολυσακχαρίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοσακχαρίτης