μονοσταυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοσταυρία θηλυκό
- η δυνατότητα επιλογής / ψήφισης ενός μόνο υποψηφίου με την σημείωση ενός μόνο σταυρού προτίμησης δίπλα σε ένα από τα ονόματα της λίστας υποψηφίων / ψηφοδελτίου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοσταυρία
|