μονοτοκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοτοκία < αρχαία ελληνική μονοτοκία < μονοτόκος < μόνος + τίκτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοτοκία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοτοκία
|