μονοτοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοτοπικός < μονο- + τοπικός → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
- που ίσχυει ή συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένη τοποθεσία-περιοχή
- παγιωτοπικός, τοποστατικός, που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός
- καθιστικός, που δεν μετακινείται συχνά