μονοτυπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοτυπικός, -ή, -ό
- (βιολογία) ταξινομική ομάδα με μία υποδεέστερη π.χ. ένα γένος με ένα μόνο είδος, ή ένα είδος με ένα υποείδος
- που έχει σχέση με τη μονοτυπία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοτυπικός
|