μονοτόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοτόκος < αρχαία ελληνική μονοτόκος < μόνος + -τόκος < τίκτω, μορφολογικά αναλύεται μονο- + -τόκος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοτόκος
- που τίκτει / γεννά ένα μόνο τέκνο κάθε φορά
- άλλη μορφή του μονότεκνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοτόκος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τόκος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)