μονοχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monochromie[1] < monochrome < αρχαία ελληνική μονόχρωμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοχρωμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι μονόχρωμο(ς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μονόχρωμος, μόνος και χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοχρωμία
|
- ↑ μονοχρωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)