μονοχρωμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοχρωμία οι μονοχρωμίες
      γενική της μονοχρωμίας των μονοχρωμιών
    αιτιατική τη μονοχρωμία τις μονοχρωμίες
     κλητική μονοχρωμία μονοχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monochromie[1] < monochrome < αρχαία ελληνική μονόχρωμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοχρωμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]