μονοψώνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοψώνιο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.nɔ.ˈpsɔ.ni.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοψώνιο ουδέτερο
- μορφή της αγοράς στην οποία μόνο ένας αγοραστής ζητά από πολλούς πωλητές μια υπηρεσία ή ένα προϊόν και επομένως μπορεί να ασκήσει πίεση στις τιμές ή/και στις συνθήκες προσφοράς εκείνου του αγαθού